ακαψάλιστος

ακαψάλιστος
-η, -ο
αυτός που δεν καψαλίστηκε, δε φρυγανίστηκε: Τα μεγάλα δέντρα είχαν μείνει ακαψάλιστα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακαψάλιστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει καψαλιστεί 2. αφρυγάνιαστος «ψωμί ακαψάλιστο» 3. «χωράφι ακαψάλιστο» χωράφι, τού οποίου δεν έκαψαν τα καλάμια μετά τον θερισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + < καψαλιστός < καψαλίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”